λινομέταξος

λινομέταξος
-η, -ο
ο υφασμένος από ίνες λιναριού και μεταξιού: Είχε ένα λινομέταξο σακάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λινομέταξος — η, ο υφασμένος με ίνες λίνου και μεταξιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”